εὐφημί'

εὐφημί'
εὐφημίαι , εὐφημία
use of words of good omen
fem nom/voc pl
εὐφημίᾱͅ , εὐφημία
use of words of good omen
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευφημιανός — ή, ό (Μ ευφημιανός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ευφήμιο 2. φρ. «ευφημιανή συλλογή» μικρή συλλογή επιγραμμάτων η οποία καταρτίστηκε επί τής βασιλείας Λέοντος τού Σοφού από κάποιον Θεσσαλό που τήν αφιέρωσε σε κάποιον Ευφήμιο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”